μετοίκους

μετοίκους
μέτοικος
settler from abroad
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • ESSENI — qui et Essaei, aliis Osseni, Hessaei, vel etiam aliquando Hasidaei, secta Iudaeorum magni nominis, qui quod altius, et sublimius omnia specularentur, soli Philosophorum in illa gente titulum merei videbantur: Rationalem Philosophiae partem, velut …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LIGO — Graece Σκαπάνη, instrumentum rusticum, quod in pompa Panathaenaica, peplum, praeter Athenienses omnis ordinis, omnis aetatis, prosequuti inquilini, ferre solebant, sicut filiae eorum hydrias et umbellas, ex L. Τοὺς μετοίκους εν ταῖς πομπαῖς,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PEPLUM — et indutui fuit et amictui, ut Varro loquitur et Apuleius. Iul. Pollux l. 7. c. 3. Ἔςθημα δ᾿ ἐςτὶ διπλοῦν τὴν χρείαν, ὡς ενδύναι τε καὶ ἐπιβάλλεςθαι: cuius locô vocem ἀ μφιβάλλεςθαι usurpat Lycophron in Alex. Inde veteres Graeci etiam caelum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UMBELLA — dicta ab umbra, quam facit, Graecis σκιάδιον, caput velut caelum quoddam, tegit; feminis hodieque nobilioribus in usu, inprimis in Italia. Eius meminit Martialis, l. 14. Epigr. 28. cuilemma, Umbella: Accipe quae nimios vincant umbracula Soles,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… …   Dictionary of Greek

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ …   Dictionary of Greek

  • εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”